Νοτιοδυτικά του οικισμού Παλαιοχώρι, στην κορυφή ενός απόκρημνου λόφου στην ευρύτερη περιοχή με το τοπωνύμιο Νέπωσι, βρίσκεται το Καστέλι. Ο λόφος βρέχεται περιμετρικά από τα νερά του ρεύματος Παλαιοχωρινός Λάκκος, παραποτάμου του Χαβρία, του ποταμού της Ορμύλιας. Υπάρχει μόνο ένα στενό και δύσβατο μονοπάτι που συνδέει τον δυσπρόσιτο λόφο με το βουνό που εκτείνεται στα ανατολικά του. Παρ’ όλα αυτά, το κάστρο δεν είναι ευδιάκριτο από απόσταση, διότι γύρω του υψώνονται μεγαλύτεροι ορεινοί όγκοι, το φυσικό ανάγλυφο είναι ιδιαίτερα έντονο και η βλάστηση οργιώδης.
Τις περισσότερες πληροφορίες για το Καστέλι τις αντλούμε από την 10η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Χαλκιδικής, η οποία πραγματοποίησε εδώ ανασκαφικές έρευνες το 1998 και το 2003, υπό την εποπτεία του αρχαιολόγου Ιωακείμ Αθ. Παπάγγελου. Οι έρευνες έδειξαν ότι το οχυρωματικό περιτοίχισμα του ενός περίπου χιλιομέτρου από αργούς (ακατέργαστους) λίθους και ασβεστοκονίαμα που περιβάλλει το κάστρο και σώζεται σε ύψος μέχρι και 4 μέτρων, περιλαμβάνει πιθανότατα τρεις οικοδομικές φάσεις: Μια κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο που μάλλον καταστράφηκε από σεισμό, μια κατά την μεσοβυζαντινή περίοδο και πιθανότατα μια τρίτη, επισκευαστική φάση.
Το κάστρο καταλαμβάνει μια έκταση περίπου 15 στρεμμάτων και στο εσωτερικό του, στο δυτικό τμήμα, υπήρχε οικισμός. Υπήρχε, επίσης, ξυλόστεγος ναός του 6ου αιώνα σε ρυθμό τρίκλιτης βασιλικής, με μαρμάρινο τέμπλο και καμαροσκέπαστο υπόγειο τάφο δύο κλινών κάτω από τον νάρθηκα. Εντοπίστηκαν πολλές ταφές της μεσοβυζαντινής περιόδου τόσο μέσα στο ναό, όσο και γύρω από αυτόν. Ο ναός πιθανόν καταστράφηκε από σεισμό, αλλά αργότερα –ίσως τον 10ο αιώνα–, αναστηλώθηκε. Η μερική ανασκαφή έδειξε, επίσης, ότι μέχρι την οριστική του εγκατάλειψη επισκευάστηκε ακόμη δύο φορές.
Οι αρχαιολογικές έρευνες μας έδωσαν πολύτιμες πληροφορίες για το μνημείο και για το χώρο. Τα χειροποίητα όστρακα (κεραμικά θραύσματα) που ανακαλύφθηκαν μαρτυρούν εγκατάσταση στην περιοχή από τους προϊστορικούς χρόνους. Αλλά τα ευρήματα δεν περιορίζονται στα προϊστορικά όστρακα. Από τα ελληνιστικά όστρακα και τα ρωμαϊκά νομίσματα που βρέθηκαν συνάγεται ότι ο χώρος κατοικείτο τόσο κατά την ελληνιστική περίοδο όσο και κατά την ρωμαιοκρατία.
Η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως και νομίσματα του αυτοκράτορα Αναστασίου και του Ιουστινιανού από τα οποία συμπεραίνεται ότι η κατοίκηση της περιοχής συνεχιζόταν και κατά τον 5ο και 6ο αιώνα. Τέλος, βρέθηκαν κεραμικά θραύσματα που είχαν υποστεί εφυάλωση, μια τεχνική βάσει της οποίας τεκμηριώνεται και ανθρώπινη εγκατάσταση στο χώρο κατά τον 14ο αιώνα. Τότε θα πρέπει να συνέβη η καταστροφή και εγκατάλειψη του κάστρου, γεγονός που ίσως συνδέεται με την ίδρυση του οικισμού του Παλαιοχωρίου, που αρχίζει να εμφανίζεται στις ιστορικές πηγές, ακριβώς εκείνη την περίοδο. Ο Ιωακείμ Παπάγγελος μας πληροφορεί και για τις δύο επιγραφές που βρέθηκαν στα ερείπια του ναού. Η πρώτη είναι του 6ου αι. και μάλλον προέρχεται από τον καμαροσκέπαστο υπόγειο τάφο του νάρθηκα και έχει ως εξής:
+Mνιμίον Ἠου-
άννου υἡοῦ Εὐ-
τροπίου, εἴ τις
δὲ εὐρεθῖ τί-
θον παρὰ γνό-
σεoς ἐμοῦ, δόσι
λόγον τοῦ Θ(εο)ῦ ἐν ἡ-
μέρ(ᾳ) κρίσεος+
Η επιγραφή μιλάει για κάποιον Ιωάννη ο οποίος ενταφιάστηκε στο συγκεκριμένο σημείο και είναι μάλλον κακογραμμένη και ανορθόγραφη. Από ένα χάλκινο δακτυλίδι, όμως, που βρέθηκε εκεί, χαρακτηριστικό των μεσοβυζαντινών χρόνων, φαίνεται ότι ο τάφος χρησιμοποιήθηκε εκ νέου εκείνη την περίοδο. Από τη δεύτερη επιγραφή , η οποία είναι περισσότερο σημαντική, διασώθηκε το δεξί μισό. Πιθανότατα σχετίζεται με την επισκευή του κάστρου κατά την μεσοβυζαντινή περίοδο και αναγράφει τα εξής:
[… θεο]φύλακτον κάστρον
[… πανε]υτυχοῦς
[… Kωνσταντίν]ου καὶ Zωής
[…] Mιχαὴλ πατρι [κίου…] τούτους του[ς]
[… ἔτου]ς ´SYK[S´]
Το έτος ´SYK[S´] είναι το 917/918, η περίοδος συμβασιλείας του Kωνσταντίνου Ζ´ του Πορφυρογέννητου, ο οποίος ήταν ανήλικος, με την μητέρα του Zωή Kαρβονοψίνα. Το όνομα Mιχαήλ πρέπει να αναφέρεται σε γνωστό πατρίκιο ο οποίος έζησε τη συγκεκριμένη εποχή και πρέπει να είχε σχέση με τη διοίκηση της περιοχής, ή να φρόντισε για την επισκευή του κάστρου. Και μόνο το ενδιαφέρον των ευγενών για το κάστρο δηλώνει τη σημασία του για την περιοχή. Πιθανότατα να αποτελούσε σημαντικό κρίκο στο αμυντικό δίκτυο της αυτοκρατορίας, αφού είναι γνωστό ότι η Χαλκιδική, ιδιαίτερα κατά το δεύτερο μισό του 10ου αι. αποτέλεσε στόχο βουλγαρικών επιδρομών.
ΑΝΑΚΑΛΥΠΤΟΝΤΑΣ ΤΑ ΤΕΙΧΗ
Η προσέγγιση του τείχους και του κάστρου γίνεται μέσω χωματόδρομου και περιπατητικού μη σηματοδοτημένου μονοπατιού. Ακολουθώντας τον κεντρικό δρόμο που συνδέει το Παλαιοχώρι με τη Μεγάλη Παναγιά θα δείτε σε λιγότερο από 3 χιλιόμετρα στα αριστερά σας τις ταμπέλες για την ευρύτερη περιοχή που ονομάζεται Νέπωσι. Ο αρχικά ανηφορικός χωματόδρομος είναι βατός και σε 450 μ. περίπου θα συναντήσετε νέα βυσσινί ταμπέλα που θα σας δείχνει να ακολουθήσετε τον αριστερό κλάδο του χωματόδρομου. Συνεχίστε και σε λιγότερο από 3 χλμ. θα συναντήσετε στα αριστερά σας ξύλινο παρατηρητήριο. Ανεβείτε στη μικρή σκάλα και θα δείτε απέναντί σας το μεγαλύτερο μέρος του πέτρινου τείχους του κάστρου. Για να φτάσετε δίπλα του θα πρέπει να βρείτε λίγα μέτρα πιο κάτω το μη σηματοδοτημένο μονοπάτι το οποίο πρώτα κατηφορίζει στη ρεματιά και στη συνέχεια ανηφορίζει προς το Καστέλι.