Στη νοτιοανατολική πλευρά της αγιορείτικης γης, εκεί όπου ο Άθως κατεβαίνει ήρεμα στη θάλασσα μέσα σε καταπράσινους λοφίσκους, θεμελίωσε το 963 ο Αθανάσιος ο Αθωνίτης τη μεγίστη μονή της Λαύρας. Με απλοχεριά ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Φωκάς χρηματοδότησε το μεγάλο αυτό έργο προκειμένου να συγκεντρώσει σε αυτό τους ασκητές ο φίλος του ο Αθανάσιος. Με βασιλικό ορισμό εξασφαλίστηκαν για το μοναστήρι τακτικοί πόροι τόσο από τη Λήμνο όσο και από τη μονή των Περιστερών Θεσσαλονίκης, που προσαρτήθηκε και αυτή στη Λαύρα. Έτσι, σε μέρος που άλλοτε άνθισαν οι Ακρόθωοι, η πόλη των Πελασγών, ανυψώθηκε στο πλάτωμα ενός βράχου, 160 μέτρα περίπου από τη θάλασσα, η περίφημη μονή της Λαύρας.
Το Καθολικό είναι κτίσμα του 10ου αιώνα σε σχήμα σύνθετου τετρακιόνιου με τρίκογχο, λητή και πλάγια παρεκκλήσια. Κοσμείται από σπάνιες τοιχογραφίες φτιαγμένες από τον περίφημο Θεοφάνη από την Κρήτη στις αρχές του 16ου αιώνα. Στο ένα παρεκκλήσι του ναού που τιμάται στους Αγίους Τεσσαράκοντα σώζεται ο τάφος του Μ. Αθανάσιου που η μνήμη του γιορτάζεται στις 5 Ιουλίου. Μέσα σε μία ειδική λάρνακα υπάρχει το ελίψανο του Αγίου Αθανασίου ενώ πάνω από αυτό καίουν 7 κανδήλες. Στο ίδιο παρεκκλήσι φυλάγονται δύο σπάνιες εικόνες. Η μία εικονίζει τον Χριστό και η άλλη τη Θεοτόκο που καλείται Οικονόμισσα. Εκτός από το Καθολικό η Λαύρα έχει 37 ναΐδια. Σε ένα από αυτά, του Αγίου Αθανασίου, φυλάγονται το σιδερένιο ραβδί με το οποίο έπληξε σταυρωτά ο Αθανάσιος την πέτρα και έβγαλε νερό, όπως και ο σιδερένιος σταυρός του, βάρους 4 κιλών που βαστούσε στο στήθος του ο άγιος κατά τις πολύωρες ακολουθίες με μοναδικό σκοπό την άσκηση. Άλλο σπουδαίο παρεκκλήσι είναι της Κουκουζέλισσας όπου πραγματοποιήθηκε το γνωστό θαύμα με τον πρωτοψάλτη των ανακτόρων Κουκουζέλη το 12ο αιώνα.
Δυτικά στην είσοδο του Καθολικού βρίσκεται η Τράπεζα με σπουδαίες τοιχογραφίες και λαμπρή διακόσμηση. Διατηρείται σε τρεις ζώνες. Στην πρώτη ιστορούνται οι 24 οίκοι του Ακαθίστου Ύμνου, στη μέση διαδοχικές σκηνές από τη ζωή και τα μαρτύρια των αγίων και στην κάτω ζώνη εικονίζονται ολόσωμοι άγιοι, μοναχοί και ασκητές που τιμούνται πολύ από τους μοναχούς του Άθω. Η ρίζα του Ιεσσαί, ο Θαλής, ο Αριστοτέλης, ο Σόλων, ο Φίλων, ο Γαληνός, ο Κλεάνθης και άλλοι κάνουν εδώ την παρουσία τους. Κύριο χαρακτηριστικό των παραστάσεων είναι ότι ελάχιστα διακρίνεται ο προπλασμός και ότι κυριαρχούνται από φωτεινούς τόνους.
Πίσω από το Καθολικό βρίσκεται το θησαυροφυλάκιο και η πλούσια βιβλιοθήκη. Σοφία και μνήμες αιώνων. Πλούτη αμύθητα που η ευλάβεια αυτοκρατόρων, πατριαρχών, ηγεμόνων και απλών ανωνύμων χριστιανών συγκέντρωσε εδώ για να φωτίζει τους αιώνες που έρχονται. Στο σκευοφυλάκιο μεταξύ άλλων φυλάγονται ο σάκκος του αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά βάρους 6 κιλών με πολύτιμα πετράδια και πολύχρωμα τριαντάφυλλα, το στέμμα του ίδιου του αυτοκράτορα, Ευαγγέλιο κοσμημένο με πολύτιμους λίθους, φορητές ψηφιδωτές εικόνες, φαρέτρα με φαρμακερά βέλη των αρχαίων χρόνων, τεμάχιο Τιμίου Ξύλου, Ευαγγέλια, λείψανα πολλών αγίων, όπλα του 1821, εγκόλπια, άγια ποτήρια, ξυλόγλυπτες εικόνες, ιερά σκεύη, άμφια και άλλα πολλά. Η βιβλιοθήκη περιέχει 2.200 κώδικες από τους οποίους οι 470 είναι σε περγαμηνή (Ι’ – ΙΔ’ αιώνα), 50 μεμβράνινα ειλητάρια και 10.000 έντυπα. Υπάρχουν ακόμη 3 τάφοι Πατριαρχών και εκατοντάδες φορητές εικόνες μεγάλης αξίας σε ειδικό παρεκκλήσιο φυλαγμένες.
Σήμερα η μονή είναι ιδιόρρυθμη. Μεταξύ καθολικού και Τράπεζας βρίσκεται η φιάλη όπου γίντεια αγιασμός κάθε πρώτη του μηνός.
Στη μονή της Λαύρας ανήκουν οι σκήτες της Αγίας Άννας, των Καυσοκαλυβίων, του Τιμίου Προδρόμου (Ρουμάνικη) και η Μικρή Αγία Άννα, τα Καρούλια, τα Κατουνάκια, ο Άγιος Βασίλειος και η Προβάτα.
Τρεις περίπου ώρες από τις Καρυές απέχει η μεγάλη, όπως ονομάζεται, μονή του Βατοπεδίου. Προχωρώντας συναντάς ολοπράσσινες κοιλάδες με αδιατάραχτη σιωπή και συνεχόμενα δάση από καστανιές ανακατωμένες με θάμνους και αγριολούλουδα. Ο οφιοειδής δρόμος ανεβαίνει βουναλάκια, κατεβαίνει ραχούλες, διαβαίνει ρυάκια και ισιώματα και προσπερνά σταυροδρόμια που οδηγούν σε ησυχαστήρια των μοναχών. Πολλές φορές, ενώ προχωρείς, βλέπεις τον ήλιο να προσπαθεί στο βάθος του ορίζοντα να επιβληθεί στα σύννεφα που φροντίζουν επίμονα να τον αφανίσουν. Ξ θέα αυτή γεννά μέσα σου ένα αόρατο συναίσθημα νοσταλγίας, έναν πόθο προς κάτι το άγνωστο, μία μελαγχολία που η φύση της είναι δύσκολο να καθοριστεί. Πού και πού συναντάς πουλιά, λαγούς και σκαλίσματα αγριόχοιρων. Μετά από τη θαυμάσια αυτή διαδρομή αντικρίζεις τη μονή να ορθώνεται περίτρανα, ενώ παρέκει διακρίνεις άλλα προσκτίσματα όπως και τα ερείπια της παλιάς Αθωνιάδας.
Οι παραδόσεις και οι θρύλοι διηγούνται πως η μονή κτίστηκε από τον Μέγα Κωνσταντίνο, αλλά καταστράφηκε. Αργότερα ξαναχτίστηκε από τον Μέγα Θεοδόσιο για να τιμήσει τη Θεοτόκο που έσωσε από βέβαιο πνιγμό το γιο του οδηγώντας τον κοντά σε ένα βάτο, γι’ αυτό το μοναστήρι λέγεται και Βατοπαιδίου. Το 892 καταστράφηκε από τους Άραβες και ξανακτίστηκε από τους τρεις αδελφούς Aθανάσιο, Νικόλαο και Αντώνιο από την Αδριανούπολη. Το 12ο αιώνα ο βασιλιάς της Σερβίας Συμεών και ο γιος του Σάββας μονάζουν σε αυτή και προσθέτουν οικοδομές. Στις επιδρομές των Καταναλών, στις αρχές του 14ου αιώνα, μαρτύρησε ο ηγούμενος και 10 αδελφοί. Το 1546 ο βασιλιάς της Σικελίας Αλφόνσος έδωσε στη μονή χρυσόβουλλο στη λατινική γλώσσα με αυτό επέβαλλε βαρύ πρόστιμο στους πειρατές που τυχόν θα ενοχλούσαν τη μονή. Οι ηγεμόνες της Μολδοβλαχίας ενίσχυσαν τη μονή όπως και ο Τσάρος Θεόδωρος Ιωάννοβιτς το 1588.
Ο κεντρικός ναός του μοναστηριού κτίστηκε τον 11ο αιώνα και τιμάται στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Οι τοιχογραφίες του έγιναν τον 14ο αιώνα αλλά ανακαινίστηκαν τον 18ο αιώνα. Μέσα και έξω από τη μονή υπάρχουν άλλοι 28 ναοί, μερικοί από τους οποίους έχουν θαυμάσιες αγιογραφίες.
Σε ήρεμο και γαληνεμένο τόπο και πάνω στα ερείπια αρχαίας πόλης είναι κτισμένη η περίφημη μεγάλη μονή των Ιβήρων. Από τις Καρυές απέχει μιάμιση ώρα με τα πόδια και 30′ με το αυτοκίνητο, ενώ από τη μονή Σταυρονικήτα χρειάζεται μια ώρα με τα πόδια και 15′ λεπτά με το βενζινόπλοιο. Πρώτη εντύπωση της μονής είναι το χαριτωμένο κιόσκι, μια βρύση με κρύο νερό και ο μεγαλόπρεπος πυλώνας στην κεντρική είσοδο της. Μόλις μπεις στο προαύλιο θα αντικρύσεις το καθολικό στο κέντρο, το παρεκκλήσι της Παναγίας της Πορταίτισσας αριστερά και τη βιβλιοθήκη και το σκευοφυλάκιο δεξιά. Ακολουθεί η τράπεζα, το κωδωνωστάσιο και το αρχονταρίκι με τον Πύργο στο βάθος.
Στα χρόνια του αυτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγου και του Πατριάρχη Ιωάννη Βέκκου είχε και αυτό την τύχη του Βατοπεδίου, γιατί οι μοναχοί δεν δέχτηκαν να υποκύψουν στην αλλαξοπιστία που τους γύρευαν οι Λατίνοι. Κι αφού θανατώθηκαν ρίχτηκαν στη θάλασσα. Λίγο αργότερα οι Καταλανοί συμπλήρωσαν την καταστροφή. Το 1357 με Πατριαρχικό σιγγίλιο του Καλλίστου η μονή γίνεται Ελληνική «ου μόνον κατ’ αριθμόν υπερεχόντων(οι Έλληνες), αλλά και εις παν έργον πνευματικόν μυρίω τω μέσω υπερνικώντων τους Ιβήρας». Το Μοναστήρι ήταν ανέκαθεν κοινόβιο και από το 1880 έγινε ιδιόρρυθμο. Τον Απρίλιο του 1865 ατυχώς κάηκε εκτός από το Καθολικό του αλλά οι μοναχοί με πολλούς κόπους κατόρθωσαν να το ξανακτίσουν. Το Καθολικό κτίστηκε από τον Ίβηρα Γεώργιο Βαρασβατζέ το 1030 και τοιχογραφήθηκε σε διάφορες εποχές από το 16ο αιώνα μέχρι τον 19ο αιώνα. Στον νάρθηκα μεταξύ αγίων τοιχογραφήθηκαν ο Σοφοκλής, ο Θουκυδίδης, ο Πλάτωνας, ο Αριστοτέλης, ο Πλούταρχος, κ.ά.
Στην Ελληνική Επανάσταση του 1821 διέθεσε πολλά από τα κειμήλια της για να ενισχύσει οικονομικά τον αγώνα. Ο τελευταίος Ίβηρ μοναχός πέθανε το 1955. Σήμερα ο υπολογισμός της ώρας στη μονή Ιβήρων γίνεται κατά το Χαλδαϊκό σύστημα, που έχει σαν βάση του την ανατολή του ηλίου, ενώ στο υπόλοιπο Όρος ο υπολογισμός γίνεται σύμφωνα με το βυζαντινό σύστημα με βάση πάντοτε τη δύση του Ηλίου. Έτσι όταν ο ήλιος ανατέλλει η ώρα για την μονή Ιβήρων είναι 0, ενώ για τον υπόλοιπο Άθω η ώρα 0 συμπίπτει πάντοτε με τη δύση του ήλιου.
Η μονή έχει 17 παρεκκλήσια μεταξύ των οποίων και της Πορταΐτισσας όπου με ευλάβεια φυλάγεται η περίφημη θαυματουργή ομώνυμη εικόνα γεμάτη από ιστορίες, θρύλους και παραδόσεις.
Στη βιβλιοθήκη που βρίσκεται σε ξεχωριστό κτίσμα υπάρχουν 2.000 χειρόγραφοι κώδικες και 13.000 περίπου έντυπα. Μεταξύ των πολλών κειμηλίων της μονής σημειώνουμε τη θαυματουργή εικόνα της Πορταΐτισσας, την αργυρά επτάφωτη λυχνία σε σχήμα δένδρου λεμονιάς, το μανδύα του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε’, το σάκο του αυτοκράτορα Ι. Τσιμισκή, τεμάχιον Τιμίου Ξύλου, λείψανα πολλών δεκάδων Αγίων, λειτουργικά αντικείμενα λατρείας και άλλα πολλά που η περισσή φροντίδα των μοναχών της μονής Ιβήρων τα διατηρεί σε άριστη σχεδόν κατάσταση. Από τη μονή εξαρτώνται 13 κελλιά.
Απόμακρα από τη θάλασσα και σε ύψος 50μ., κρυμμένο μέσα στην πλούσια βλάστηση της περιοχής είναι χτισμένο το μεγαλόπρεπο σέρβικο μοναστήρι του Χελανδαρίου που γιορτάζει τα εισόδια της Θεοτόκου στις 21 Νοεμβρίου. Το όνομα προήλθε από τον ιδρυτή ενός μονυδρίου που ονομαζόταν Χελανδάριος ή Χιλανδάριος.
Ο γιός του Σέρβου βασιλιά Στέφανου Νεμάνια, ο Ράτσκος, εγκατέλειψε τα εγκόσμια και έφτασε στον Άθω στον Άγιο Παντελεήμονα όπου έγινε μοναχός με το όνομα Σάββας. Η απόφαση του γιου συγκλόνισε το βασιλιά πατέρα του, που ήταν γαμβρός του Έλληνα αυτοκράτορα Αλεξίου Γ’ του Αγγέλου, και οδηγήθηκε κοντά στο γιο του στο Άγιον Όρος. Συναντήθηκαν στο μοναστήρι του Βατοπεδίου και εκεί ο βασιλιάς Στέφανος έγινε οριστικά μοναχός με το όνομα Συμεών. Λίγο αργότερα με παράκληση του νέου βασιλιά των Σέρβων, του Στεφάνου του Β’, ο αυτοκράτορας Αλέξιος Γ’ Κομνηνός με χρυσόβουλλο ορισμό του πρόσφερε στους Σέρβους μοναχούς το ερειπωμένο μοναστήρι του Χελανδαρίου που το είχαν οι Βατοπεδινοί. Εκεί έκτισαν οι δύο Σέρβοι μοναχοί το Χελανδάρι ή Χιλανδάρι που λένε πως σημαίνει και είδος πλοίου, το πλούτισαν με θησαυρούς και το έκαμαν πνευματικό και θρησκευτικό κέντρο του λαού τους από τον 13ο ακόμη αιώνα. Σαν «κοιμήθηκαν» οι δύο Σέρβοι ασκητές, ο Συμεών και ο Σάββας, που στο μεταξύ ο δεύτερος έγινε αρχιεπίσκοπος Σερβίας, θάφτηκαν νοτιοανατολικά του Καθολικού και ανακηρύχτηκαν άγιοι. Στα χρόνια που ακολούθησαν το μοναστήρι έλαβε μεγάλες δωρεές και πλούτη αμύθητα από τους Σέρβους ηγεμόνες και απόχτησε έτσι την πιο μεγάλη έκταση ύστερα από τη Λαύρα στη χερσόνησο του Άθω. Στη μονή προσαρτήθηκαν τα μονύδρια του Σκορπιού, της Κομιτίσσης, του Καλύκα, της Στροβηλαίας και η μονή Ζυγού που ήταν τέταρτη στην ιεραρχία των αγιορείτικων μονών και που τη θέση της πήρε η μονή Χελανδαρίου. Το 1722 και 1891 η μονή δοκιμάζεται από πυρκαγιές και το 1896 επανδρώνεται από Σέρβους μοναχούς μετά την επίσκεψη του Σέρβου βασιλιά Αλεξάνδρου Οβρένοβιτς. Στην απελευθέρωση της Μακεδονίας (1913), οι Σέρβοι μοναχοί πρωτοστάτησαν υπέρ της ενώσεως του Αγίου Όρους μετά της Ελλάδος. Σήμερα κατέχει την τέταρτη θέση μεταξύ των μονών και αριθμεί 25 περίπου μοναχούς.
Το Καθολικό κτίστηκε το 13ο αιώνα, τοιχογραφήθηκε το 14ο αλλά επιζωγραφήθηκε το 19ο, με αποτέλεσμα να καταστραφούν οι σπουδαίες τοιχογραφίες της Μακεδονικής Σχολής. Τα μωσαϊκά στο δάπεδο, όπως και το ξυλόγλυπτο τέμπλο που ανήκει στο 1774, είναι από τα αξιολογότερα του Όρους. Από τα 12 παρεκκλήσια που έχει, του Αγίου Γεωργίου είναι τοιχογραφημένο.
Η βιβλιοθήκη έχει 800 χειρόγραφα, 7 ειλητάρια και 7.000 έντυπα. Η Τράπεζα τοιχογραφήθηκε το 1623. Στο σκευοφυλάκιο που διασκευάστηκε τελευταία, μεταξύ των κειμηλίων φυλάγονται δύο σταυροί με Τίμιο Ξύλο και ένας άλλος με πολύτιμους λίθους, ποιμαντορικές ράβδοι, κεντητά, θαυμάσιες φορητές εικόνες, λάβαρα βασιλέων, συλλογή από νομίσματα, άλλη συλλογή από χαλκογραφίες, θαυματουργές εικόνες, αντικείμενα λατρείας, ιστορικά έγγραφα και άλλα πολλά.
Σε ύψος 80μ. από τη θάλασσα και σε βράχο απότομο και γιγαντιαίο, είναι κτισμένη η μονή Διονυσίου. Δυτικά της κατεβαίνει μεγαλόπρεπα ο χείμαρρος Αεροπόταμος. Τα κελλιά των μοναχών βλέπουν προς την θάλασσα, με εξώστες ολόγυρα ζωσμένα και ανάμεσά τους μια σχετικά στενή αυλή που το κέντρο της καταλαμβάνει το Καθολικό. Τιμάται στο όνομα του Προδρόμου και γιορτάζει στις 29 Αυγούστου.
Ένας τεράστιος πύργος που χρησίμευε σαν παρατηρητήριο με πολλά οικοδομήματα γύρω γύρω αποτελούν το κτιριακό συγκρότημα της μονής. Στη βόρεια πτέρυγα της μονής βρίσκεται το αρχονταρίκι, ενώ στη νότια τα κελλιά των μοναχών. Εξωτερικά η μονή φαίνεται σαν φρούριο. Η νότια πλευρά φαίνεται από τον Ταρσανά ότι αποτελείται από αιωρούμενες ξύλινες στοές που στεφανώνουν τις άγριες κορυφές των πολλών βράχων. Ανατολικά και κοντά στο κοιμητήρι της μονής βρίσκεται ο τάφος του Αγίου Νήφωνα, πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, ενώ δυτικά υπάρχουν άγριες χαράδρες που κατεβαίνουν από τον Άθω φέρνοντας σχεδόν συνεχώς την αέναη βοή του ασταμάτητου βορρά.
Το οναστήρι χτίστηκε το 1389 από το μοναχό Διονύσιο που καταγόταν από τον Κορησό της Καστοριάς. Ο αδελφός του Διονυσίου, που ήταν ηγούμενος στη μονή Φιλοθέου, έγινε μητροπολίτης Τραπεζούντος που εκτιμούσε ο αυτκράτορας Αλέξιος Γ’ ο Κομνηνός. Όταν κάηκε, ο Διονύσιος πήγε στην Τραπεζούντα να επισκεφτεί τον αδελφό του με αποτέλεσμα ο αυτοκράτορας να προσφέρει πολλά πλούτη για το μοναστήρι του Διονυσίου, ορίζοντας συγχρόνως και ετήσια χορηγία. Θέλησε μάλιστα να ονομαστεί και μονή του Μεγάλου Κομνηνού.
Όμως και οι Παλαιολόγοι έδειξαν το ενδιαφέρον τους για το μοναστήρι, όπως και οι βλάχοι ηγεμόνες Ράδουλος και Νεάγκος Μπασαράμπας που το 1510 ο τελευταίος έστησε τον πύργο και κατασκεύασε το υδραγωγείο. Το 1533 το μοναστήρι κάηκε. Το ξανάχτισε ο ηγεμόνας της Μολδοβλαχίας Πέτρος, όπως και το Καθολικό που τελείωσε το 1547 με θαυμάσιες τοιχογραφίες που έκαμε ο περίφημος κρητικός αγιογράφος Τζώρτζης. Στο «Τρίτο Τυπικό» η μονή είχε 19η σειρά ανάμεσα στις 25 που υπήρχαν τότε. Το 1574, όταν η μονή Ξηροποτάμου κάηκε, πήρε αυτή τη θέση της στην ιεραρχία και από τότε είναι Πέμπτη στη σειρά. Η Τράπεζα που βρίσκεται νοτιοδυτικά του καθολικού αγιογραφήθηκε το 1603 από τους ζωγράφους Μερκούριο και Δανιήλ.
Η βιβλιοθήκη περιέχει 126 χειρόγραφους κώδικες σε περγαμηνή, 11 βομβύκινους, 661 χάρτινους, 30 ειλητάρια και 5.500 έντυπα, μεταξύ των οποίων 45 αρχέτυπα και παλαίτυπα. Μερικά χειρόγραφα έχουν θαυμάσιες μικρογραφίες. Μεταξύ των πολλών κειμηλίων της μονής είναι Ευαγγέλια, σταυροί, εγκόλπια, κεντητά άμφια, θαυμάσιες λειψανοθήκες, φορητές εικόνες και άλλα πολλά. Στη μονή υπάγονται και 7 κελλιά.
Νοτιοδυτικά των Καρυών και σε απόσταση και σε απόσταση 5′ βρίσκεται η μονή Κουτλουμουσίου. Είναι κτισμένη σε ένα καταπράσινο τοπίο. Η φύση γύρω οργιάζει. Τεράστια δέντρα και ολοπράσινοι λοφίσκοι καλύπτουν τις γύρω περιοχές, ενώ διάφορα κελλιά εδώ και εκεί κάνουν αθόρυβα την παρουσία τους. Ο μοσχοβόλος άνεμος χαρίζει ψυχή στα άψυχα. Το ήσυχο και μυστηριώδες φύσημα γεννά εσωτερικούς στεναγμούς νοσταλγίας που μένουν ανέκφραστοι, όπως συμβαίνει με κάθε μεγάλο βίωμα. Μία πηγή στην είσοδο της μονής ξεδιψά τον προσκυνητή, ενώ η φύση που τον περιβάλλει τον καλεί σε πνευματική ανάταση.
Η μονή κτίστηκε πριν από το 988 μ.Χ. και συγκαταλέγεται μεταξύ των αρχαιοτέρων μονών του Άθω. Αργότερα καταστράφηκε αλλά ξανακτίστηκε στα τέλη του 13ου αιώνα. Σε αυτήν προσαρτήθηκαν οι μονές Αλυπίου, Φιλαδέλφου και Καλιάγρας. Πολύ σύντομα αναπτύχθηκε σε πολυάνθρωπο πνευματικό κέντρο. Τον 15ον αιώνα καταστράφηκε από τους λατινόφρονες απεσταλμένους του Πάπα, αλλά ξανακτίστηκε από τους ηγεμόνες της Μολδοβλαχίας. Πυρκαγιές το 1857 και το 1870 ερήμωσαν πτέρυγες του μοναστηριού αλλά και πάλι με φροντίδες του Λευκαδίτη ηγουμένου Μελετίου ανοικοδομήθηκαν.
Ο κεντρικός ναός κτίστηκε στα μέσα του 16ου αιώνα και τιμάται στην Μεταμόρφωση του Χριστού. Μέσα και έξω από το Μοναστήρι υπάρχουν άλλα 13 παρεκκλήσια μερικά από τα οποία έχουν εξαιρετικές τοιχογραφίες. Ιδιαίτερα αξιόλογα είναι το τέμπλο του καθολικού που ανήκει στις αρχές του 19ου αιώνα και αρκετά από τα πολλά κειμήλια της Μονής. Η Βιβλιοθήκη περιέχει 103 χειρόγραφα σε περγαμηνή, 650 χάρτινα και 3.500 έντυπα.
Η μονή Παντοκράτορα είναι κτισμένη σε ύψος 30 περίπου μέτρα από την θάλασσα σε ένα θαλασσοδαρμένο βράχο, που άλλοτε σκεπάζεται από τα αφρισμένα κύματα και άλλοτε γυαλίζει στο λαμπρό ήλιο της αγιορείτικης γης. Στο μοναστήρι μπορείς να πας με τέσσερις τρόπους. Από την ξηρά, ξεκινώντας από τη μονή Βατοπεδίου, θέλεις δυόμιση ώρες, ενώ με το βενζινόπλοιο είναι περίπου μια ώρα. Από τις Καρυές φθάνεις σε μιάμιση ώρα, ενώ από τη μονή Σταυρονικήτα σε μία ώρα. Όποιο δρόμο όμως και να πάρεις έχει τη χάρη του και η ανταμοιβή δεν είναι μικρή. Σαν φθάσεις, ένα σύνολο από πύργους, τρούλους βρίσκονται μπροστά σου. Είναι η μονή Παντοκράτορα. Κτίστηκε στα μέσα του 14ου αιώνα από τα αδέλφια Αλέξιο και Ιωάννη. Ο πρώτος ήταν μέγας Στρατοπεδάρχης, ενώ ο δεύτερος, ενώ ο δεύτερος μέγας Πριμοκύριος, δηλ. αρχηγός σώματος. Και οι δύο τους εκεί γίνανε μοναχοί όπου και πέθανα, όπως φανερώνει η διαθήκη τους και το σωζόμενο μέσα στο καθολικό μαυσωλείο τους. Στα 1393 περίπου κάηκε αλλά ξανακτίστηκε με φροντίδες του Πατριάρχη Αντωνίου και του αυτοκράτορα Μανουήλ Παλαιολόγου. Στις αρχές του 15ου ή τέλος 14ου αιώνα προσαρτήθηκαν σε αυτή, οι μονές Αγίου Δημητρίου, Αυξεντίου, Σωτήρος, Φαλακρού και του Ραβδούχου. Ατυχώς, το 1950 καταστράφηκε η βορειοανατολική πτέρυγα από πυρκαγιά αλλά με φροντίδες των πατέρων ξανακτίστηκε.
Η βιβλιοθήκη περιέχει 317 χειρόγραφα, από τα οποία τα 68 είναι πάνω σε περγαμηνή (11ου-14ου αιώνα), όπως και δύο ειλητάρια και τα 185 είναι πάνω σε χαρτί. Περιέχει ακόμη 4.000 περίπου έντυπα όπως και μία συλλογή από αξιόλογα ελληνικά γραμματόσημα. Μεταξύ των κειμηλίων της μονής είναι ένα Ευαγγέλιο (0,17×0,12) πάνω σε λεπτή λευκή μεμβράνη με μικρογραφίες, που λέγεται πως είναι του Ιωάννη του Καλυβίτη ένα κομμάτι από την ασπίδα του Αγίου Μερκουρίου, Τίμιο Ξύλο, λείψανα πολλών αγίων, λειτουργικά σκεύη, εγκόλπια, άμφια κλπ.
Σε 200μ. περίπου από τη θάλασσα, ανατολικά της μονής Αγίου Παντελεήμονος και δυτικά της Σιμωνόπετρας, βρίσκεται σε ένα καταπράσινο τοπίο η όμορφη, επιβλητική και κυρίαρχη μονή του Ξηροποτάμου στο σημείο που άλλοτε βρισκόταν η αρχαία Χαράδρια ή το πιο πιθανό η κόμη Κλεωνάς όπως πολλοί ισχυρίζονται. Το όνομά της οφείλεται στον παρακείμενο ξηροπόταμο, τα δε κτίρια της δεσπόζουν σήμερα του Σιγγιτικού κόλπου.
Η παράδοση λέει πως σε αυτό το μέρος, που βρίσκεται σήμερα το μοναστήρι, η Πουλχερία, αδερφή του αυτοκράτορα Θεοδοσίου του Μικρού και σύζυγος του αυτοκράτορα Μαρκιανού, έκτισε το 424 τη μονή του Χειμάρρου. Αυτή δε η μονή σε χρόνους που δεν ξέρουμε μετονομάστηκε μονή του Ξηροποτάμου. Λέγεται ακόμα πως την έκαψαν οι Σαρακηνοί και οι αυτοκράτορες Κωνσταντίνος Ζ’ ο Πορφυρογέννητος (912-959) και ο Ρωμανός Α’ ο Λεκαπηνός (914-944) ξανάκτισαν το μοναστήρι. Μάλιστα ο Πορφυρογέννητος δώρισε στο μοναστήρι πολυτελέστατο μανδύα πορφυρού χρώματος για να τον φορά ο ηγούμενος στις γιορτές, προς τιμήν του μεγάλου τμήματος Τιμίου Ξύλου που δώρισε σε αυτήν ο Ρωμανός.
Σήμερα σώζονται μαρμάρινες επιγραφές στην είσοδο του καταστραμμένου Πύργου της μονής και στη βρύση, σχετικές με τη βοήθεια προς τη μονή των παραπάνω αυτοκρατόρων.
Οι γραπτές παραδόσεις μαρτυρούν πως το μοναστήρι χτίστηκε από τον Όσιο Παύλο τον Ξηροποταμηνό λίγο μετά τα μέσα του 10ου αιώνα, και αφού κτίστηκε η Λαύρα. Ο Παύλος, σπουδαίος πνευματικός άνδρας, ασκητής και παλιός τηρητής των θεσμών, έγινε ο πρώτος ηγούμενος της μονής, όπως αναφέρεται στο πρώτο «Τυπικό του Όρους». Τον 11ο αιώνα το μοναστήρι απλώθηκε σημαντικά πάνω στη νότια πλευρά της χερσονήσου και τα όριά του έφτασαν ως το μοναστήρι του Αγίου Παύλου, που και αυτό σύμφωνα με την παράδοση το ίδρυσε ο ίδιος ο Παύλος ο Ξηροποταμηνός. Το 1280 η μονή καταστράφηκε, αλλά όχι μόνο ξανακτίστηκε από τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β’ τον Παλαιολόγο (1282-1328), αλλά εξασφάλισε τις κτήσεις του με χρυσόβουλλο (1302). Το 1507 κάηκε αλλά ξανακτίστηκε με τις προσπάθειες των μοναχών και την ενίσχυση του Σουλτάνου Σελήμ του Α’ (1514-1519) που ευεργέτησε τη μονή και το Όρος με την έκδοση του περίφημου Χάττι- Σερίφ (ιερού ορισμού). Το 1609 κάηκε το μισό μοναστήρι και λεηλατήθηκε από τους πειρατές, αλλά και πάλι σύντομα ξανακτίστηκε με τη βοήθεια του ηγεμόνα της Βλαχίας Αλεξάνδρου. Πάντως ο 17ος και ο 18ος αιώνας δυσκόλεψε πολύ τους μοναχούς και τότε η μονή τους έχασε τη σειρά της και από Πέμπτη έγινε ογδόη στην ιεραρχία. Το 1760 ανακαινίστηκε από τον πολυμαθέστατο και πολυγραφότατο λόγιο μοναχό της μονής Καισάριο Δαπόντε από τη Σκόπελο. Τότε κτίστηκε και το Καθολικό (1761-1763)που έχει μήκος 30μ., πλάτος 19μ. και ύψος 15μ. Ιστορήθηκε το 1783 με θαυμάσιες σκηνές από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη.
Σήμερα το κτιριακό συγκρότημα του μοναστηριού υψώνεται σε 3 ορόφους και έχει σχήμα τετράγωνο (70×90μ.) Είναι ιδιόρρυθμο. Τιμάται στο όνομα των Αγίων Τεσσαράκοντα και γιορτάζει στις 9 Μαρτίου. Εκτός από το Καθολικό η μονή έχει 12 παρεκκλήσια. Μεταξύ των κειμηλίων είναι τέσσερα τεμάχια Ξύλου από τα οποία το πρώτο, δώρο του αυτοκράτορα Ρωμανού, είναι το μεγαλύτερο γνωστό τεμάχιο στον κόσμο (0,31×0,16μ.). Στο κάτω μέρος της κάθετης κεραίας φέρει εγκοπή που την κλείνει ένας ερυθρός αδάμαντας και 12 άλλοι πολύτιμοι λίθοι. Υπάρχουν ακόμα ένα μικρό δισκάριο από στεατίτη λίθο που λέγεται πως προσφέρθηκε από την Αυτοκράτειρα Πουλχερία, 4 επισκοπικοί ράβδοι, που δύο είναι από ήλεκτρο, μέρος από τα δώρα των Μάγων, μέρος από τον Ακάνθινο Στέφανο, το Σπόγγο και τη Χλαμύδα του Κυρίου, 61 λείψανα αγίων, πολύτιμα χρυσοκέντητα άμφια, σταυροί, Ευαγγέλια, λειτουργικά σκεύη, φορητές εικόνες, φιρμάνια κ.ά.. Στη βιβλιοθήκη που βρίσκεται πάνω από το νάρθηκα υπάρχουν 340 χειρόγραφα και 400 έντυπα. Ατυχώς το 1969 κάηκε η μισή νότια πτέρυγα της μονής.
Το βουλγάρικο κοινόβιο του Ζωγράφου βρίσκεται σε υψόμετρο 160μ. χωμένο μέσα στο δάσος, μια ώρα μακρυά από την παραλία και κοντά σε μια χαράδρα. Το μοναστήρι, λένε, κτίστηκε στα χρόνια του Λέοντος Σοφού, τον 9ο αιώνα, από τους αδελφούς Μωυσή, Ααρών και Ιωάννη από την Αχρίδα. Ονομαζόταν μονή Αγίου Γεωργίου του Ζωγράφου. Το «Τρίτο Τυπικό» του Όρους εμφανίζει τη μονή δέκατη στη σειρά των μοναστηριών του Όρους. Φαίνεται πάντως πως στο 13ο αιώνα είχε βούλγαρους μοναχούς γιατί συναντιέται και σαν μονή των βουλγάρων. Την ίδια εποχή η μονή ενισχύθηκε από τον Μιχαήλ τον Η’ τον Παλαιολόγο. Στις αρχές του 14ου αιώνα η μονή κάηκε από τους Καταλανούς και πολλοί μοναχοί υπέστησαν μαρτυρία. Στα χρόνια των Ενωτικών οι μοναχοί αντιστάθηκαν δυναμικά με αποτέλεσμα η οργή των Ενετικών να κάψει μέσα στο Πύργο της μονής τους 26 μοναχούς της. Εκεί οι μοναχοί ανήγειραν ευλαβικά το 1873 κενοτάφιο στη μνήμη των αλύγιστων εκείνων πιστών ασκητών. Οι Παλαιολόγοι Ανδρόνικος Β’ και Γ’ και ο Ιωάννης ευεργέτησαν πολύ το μοναστήρι καθώς και οι ηγεμόνες της Σερβίας και Βλαχομολδαβίας. Το 1502 και αφού είχε ερημωθεί, ανακαινίστηκε από τον ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας Στέφανο τον Στ’ τον Καλό. Το 1716 επισκευάστηκε η ανατολική πτέρυγα, από δε το 1862-1896 κτίστηκαν η βόρεια και δυτική πλευρά της μονής. Παλαιότερα υπήρχαν Σέρβοι, Βούλγαροι και Έλληνες μοναχοί για αυτό και οι ακολουθίες ψάλλονταν ελληνικά και βουλγαρικά. Από το 1845 επικράτησαν οι Βούλγαροι.
Το νέο Καθολικό κτίστηκε το 1801 και τοιχογραφήθηκε το 1817. Το τέμπλο και η Αγία Τράπεζα είναι θαυμάσια ξυλόγλυπτα. Έχει 14 παρεκκλήσια από τα οποία τα τρία είναι αγιογραφημένα. Η βιβλιοθήκη που βρίσκεται στον Πύργο έχει 550 χειρόγραφους κώδικες από τους οποίους 162 στην ελληνική και 388 στη σλαβική. Έχει ακόμη 16.500 έντυπα. Μεταξύ των κειμηλίων περιλαμβάνονται λείψανα αγίων, ιερά άμφια, λειτουργικά σκεύη, θαυματουργές εικόνες, ιστορικά έγγραφα κ.ά.
Στη μονή τέλος έζησε το 18ο αιώνα ο μοναχός Παϊσιος, συγγραφέας την ιστορίας του βουλγάρικου λαού. Στην περιοχή της μονής σώζεται ακόμα η καλύβα που ασκήτεψε ο εθνεγέρτης Κοσμάς ο Αιτωλός.
Σε ύψος 30μ. από τη θάλασσα μεταξύ των μονών Ξενοφώντος και Κωνσταμονίτου, στους πρόποδες μιας καταπράσινης πλαγιάς, βρίσκεται η ιδιόρρυθμη μονή του Δοχειαρίου. Είναι ελληνική και γιορτάζει τους Αρχαγγέλους στις 8 Νοεμβρίου. Κτίστηκε από τον μοναχό Ευθύμιο, που είχε χρηματίσει δοχειάρης (αποθηκάριος) στη Λαύρα κατά τον 11ο αιώνα. Μαζί με αυτόν αναφέρεται και το όνομα κάποιου Πατρίκιου Νικολάου που έγινε μοναχός με το όνομα Νεόφυτος, που φαίνεται πως ήταν μικρανεψιός του. Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Ζ’ ο Δούκας (1071-1078) και η μητέρα του Ευδοκία ευεργέτησαν την μονή.
Η μονή στην αρχή κτίστηκε κάπου στη Δάφνη, αλλά αργότερα από τον ίδιο τον ιδρυτή κτίστηκε εκεί που βρίσκεται σήμερα. Στο «Δεύτερο Τυπικό» του Όρους η μονή έρχεται δέκατη ανάμεσα στις 180 που είχε το Όρος, ενώ στο «Τρίτο Τυπικό» μεταξύ των 25 έρχεται ενδέκατη.
Αργότερα πειρατές ερήμωσαν το μοναστήρι, αλλά και πάλι ξανακτίστηκε το 1578 από τον ιερέα Γεώργιο από την Ανδριανούπολη και ανακαινίστηκε από τον ηγεμόνα της Μολδαυΐας Αλέξανδρο και τη γυναίκα του Ρωξάνη. Την ίδια εποχή κτίστηκε το Καθολικό και στολίστηκε με υπέροχες τοιχογραφίες της Κρητικής σχολής. Εκεί ο θαμένος και ο Μολδαυΐας Θεοφάνης, που είχε αποσυρθεί από τη μητρόπολή του και πέθανε εδώ σαν μοναχός. Τον 17ο και 18ο αιώνα κτίστηκαν νέες πτέρυγες όπως το καμπαναριό. Το 1783 κατασκευάστηκε το αξιόλογο Τέμπλο και το περίφημο ξυλόγλυπτο Κιβώριο της αγίας Τράπεζας. Σήμερα η μονή έχει 10 παρεκκλήσια πολλά από τα οποία είναι τοιχογραφημένα. Η Τράπεζα κτίστηκε από τον αρχιεπίσκοπο Αχρίδος Πρόχορ και ιστορήθηκε το 1700. Η βιβλιοθήκη που βρίσκεται στον δεύτερο όροφο του Πύργου περιέχει 441 χειρόγραφους κώδικες και 2.000 περίπου έντυπα. Από τους κώδικες οι 65 είναι σε περγαμηνή και 46 ακαταλογογράφητοι. Στη μονή υπάρχει και το αγίασμα των αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ. Μεταξύ των κειμηλίων συγκαταλέγονται η θαυματουργή εικόνα της Γοργοεπηκόου. Τίμιο Ξύλο, φορητές εικόνες, αντικείμενο λατρείας, ιερά άμφια, λείψανα 45 αγίων κ.ά.
Ανάμεσα στη μονή της Λαύρας και των Ιβήρων και σε υψόμετρο 200 περίπου μέτρα, μισή ώρα από τη θάλασσα, μέσα σε ένα καταπράσινο τοπίο, αγναντεύει περήφανο το ελληνικό μοναστήρι του Καρακάλου. Μία βρύση, μία κληματαριά και ένας τεράστιος Πύργος είναι η πρώτη εντύπωση της μονής. Άλλες κληματαριές και πορτοκαλιές υποδέχονται μέσα στην αυλή αθόρυβα τον επισκέπτη. Το ίδιο συμβαίνει και σε άλλα μοναστήρια. Κρήνες, προσευχητάρια, παλιά αρχιτεκτονικά τεμάχια, επιγραφές, που αναγράφουν κτητορικές πράξεις ή άλλα σημαντικά γεγονότα, δημιουργούν μια πρωτότυπη αρμονία στον ταπεινό προσκυνητή. Στις μεγάλες μάλιστα αυλές υπάρχουν μεγάλα δένδρα, όπως ο φοίνικας στη μονή Γρηγορίου, οι μαγνόλιες και τα κυπαρίσσια στη Λαύρα, οι πορτοκαλιές στου Καρακάλου και τα δύο κυπαρίσσια στην Χιλανδαρίου, δίνουν ένα ξεχωριστό χαρακτήρα και μία εσωτερική γαλήνη. Σαν βρεθεί ο επισκέπτης στο αρχονταρίκι θα απολαύσει ένα πραγματικό όνειρο. Ανατολικά απλώνεται το Αιγαίο Πέλαγος με τη γαλανή του θάλασσα που ενώνεται στο βάθος με τον ουρανό. Δυτικά χαίνουν άγριες χαράδρες που κατεβαίνουν από τις κορυφές του Άθω φέρνοντας αδιάκοπα το τραγούδι του Βορρά.
Για το χτίσιμο του μοναστηριού υπάρχουν λιγοστές πληροφορίες και η παράδοση φαίνεται αρκετά συγχυσμένη. Πάντως φαίνεται από διάφορα έγγραφα πως η μονή υπήρχε από τον 11ο αιώνα, αλλά ποιος είναι ο ιδρυτής της δεν είναι γνωστό. Η παράδοση θεωρεί σαν ιδρυτή της μονής κάποιο Νικόλαο από την κωμόπολη Καρακάλλα από όπου προέρχεται και το όνομα της μονής. Κατά τον 13ο αιώνα ερημώθηκε και ανακαινίστηκε το 1294 από τον Ανδρόνικο Β’ τον Παλαιολόγο. Στο Γ’ Τυπικό του Όρους (1393), έρχεται τρίτο στη σειρά των μοναστηριών. Ατυχώς όμως καταστράφηκε πάλι από τους πειρατές και ξανακτίστηκε τον 16ο αιώνα από τον ηγεμόνα της Βλαχίας Πέτρο Ε’ που έγινε και αυτός μοναχός. Το 1707 ανακαίνισε τη βόρεια πτέρυγα ο Διονύσιος ο Ιβηρίτης, το 1877 ξανακτίστηκε η νότια πτέρυγα που είχε καεί τον προηγούμενο χρόνο. Τα 1888 κτίστηκε η ανατολική πτέρυγα. Το Καθολικό κτίστηκε το 1548-1563 και οι τοιχογραφίες του σώζονται από τις αρχές του 18ου αιώνα. Η εικόνα των 12 Αποστόλων είναι εργασία του γνωστού αγιογράφου Διονύσιου του εκ Φουρνά (1722). Έχει ακόμα 7 παρεκκλήσια. Τα 4 είναι αγιογραφημένα.
Η βιβλιοθήκη της μονής περιέχει 300 περίπου χειρόγραφα από τα οποία τα 42 είναι πάνω σε περγαμηνή, όπως και 3.000 έντυπα. Μεταξύ των κειμηλίων περιλαμβάνονται Τίμιο Ξύλο, εγκόλπια, σταυροί, λείψανα αγίων, άμφια κ.ά. Το μοναστήρι ήταν πρώτα ιδιόρρυθμο. Το 1813 άλλαξε και σήμερα είναι κοινόβιο.
Στη μονή τέλος ανήκουν 14 κελιά σκορπισμένα στο δάσος όπως και 4 στις Καρυές.
Μισή ώρα από το μοναστήρι του Καρακάλου, μέσα σε ένα πραγματικά καταπράσινο τάπητα με δάσος και κήπους γύρω γύρω, βρίσκεται η μονή Φιλοθέου. Κτισμένη 300 μέτρα ψηλά από τη θάλασσα, απέχει δυόμιση ώρες δρόμο από τις Καρυές. Μικροί και μεγάλοι λόφοι, άφθονα κρυστάλλινα νερά, πολύχρωμα ευωδιαστά λουλούδια, γοητευτικοί κήποι και πανύψηλα αιωνόβια δέντρα μαζί με τα κτίρια της μονής, δημιουργούν ένα μεγαλόπρεπο και θαυμαστό πανόραμα από τα λίγα της δημιουργίας.
Το κτίσιμο της μονής Φιλοθέου χάνεται μέσα στους ίσκιους του δάσους. Η παράδοση και η ιστορία ανακατεμένα με τον αχό του ανέμου μέσα από τα γάργαρα νερά, που κυλούν ασταμάτητα αιώνες τώρα στα πόδια του μοναστηριού, ανακάτεψαν τη σειρά του μύθου με την ιστορία. Η παράδοση πάντως αναφέρει πως το μοναστήρι κτίστηκε από τον όσιο Φιλόθεο που ήταν σύγχρονος του Αγίου Αθανασίου πριν από το 972 και ονομαζόταν παλιά μονή Φτέρης. Λίγο αργότερα ο Νικηφόρος Βοτανειάτης (1078-1081) πρόσθεσε νέες οικοδομές στη μονή και αφιέρωσε πολλά κειμήλια μεταξύ των οποίων και Τίμιο Ξύλο. Στο δεύτερο Τυπικό του Όρους η μονή έρχεται δέκατη Τρίτη. Το 1492 οι Γεωργιανοί Λεόντιος ο ηγεμόνας και ο γιος του Αλέξανδρος ανακαίνισαν την μονή. Κατά το 1500 ηγούμενος της μονής φέρεται ο ασκητής Διονύσιος που έφυγε ύστερα για τον Όλυμπο όπου ίδρυσε άλλο μοναστήρι. Το 1734 ο ηγεμόνας της Βλαχίας Γρηγόριος ο Γκίκας ευεργέτησε τη μονή με ειδικό χρυσόβουλλό του. Ατυχώς το 1871 το μοναστήρι κάηκε ολότελα εκτός από το Καθολικό, την Τράπεζα και τη βιβλιοθήκη. Οι μοναχοί όμως σιγά σιγά το ξανάχτισαν όπως είναι σήμερα. Το Καθολικό του έχει αξιόλογες τοιχογραφίες του 1752 και τιμάται στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Μεταξύ των κειμηλίων είναι το χέρι του Ιωάννη του Χρυσοστόμου, χάρισμα του Ανδρόνικου Β’ Παλαιολόγου, η θαυματουργή εικόνα της Γλυκοφιλούσας (1,26×0,87), 249 χειρόγραφοι κώδικες, δύο περγαμηνά ειλητάρια, λείψανα πολλών αγίων, θαυμάσια αντικείμενα λατρείας, ιερά άμφια κ.ά. Στην Τράπεζα υπάρχουν τοιχογραφίες του 1540 του αγιογράφου Τζώρτζη από την Κρήτη.
Τέλος στη μονή Φιλοθέου υπάγονται 12 κελλιά που είναι κτισμένα στην καταπράσινη περιοχή του και δύο στις Καρυές.
Σε ύψος 230μ. από τη θάλασσα, στην πλαγιά του καταπράσινου βουνού, ως μια ώρα με τα πόδια, πάνω σε σκληρό και υψηλό βράχο στέκεται αγέρωχη, παράξενη και κυρίαρχη η Σιμωνόπετρα. Από την παραλία η μονή φαινόμενο που απογειώνεται από τη γη και ανεβαίνει στον ουρανό με επιβλητική μεγαλοπρέπεια. Και όταν ο ταπεινός προσκυνητής βρεθεί στον τελευταίο εξώστη της επταώροφης αυτής οικοδομής, θα νομίσει πως βρίσκεται σε φτερά αεροπλάνου, μεταξύ ουρανού και γης. Πάνω λοιπόν σε αυτόν τον απότομο και μεγάλο βράχο ο άγιος Σίμων οδηγημένος από θεϊκός φως σκαρφάλωσε και έχτισε το μοναστήρι του στα μέσα του 14ου αιώνα. Λένε μάλιστα πως όταν κτιζόταν η μονή, ο μοναχός Ησαΐας, υποτακτικός του Σίμωνα, ενώ περπατούσε μια μέρα με το δίσκο γεμάτο κεράσματα πάνω στις πανύψηλες σκαλωσιές, έξαφνα κατρακύλιση στους κρημνούς. Στάθηκε όμως ολόρθος στο βάθος της χαράδρας χωρίς να πάθει τίποτα, γιατί η πίστη του σταθεροποίησε τα βήματά του δίνοντας έτσι κουράγιο στους μαστόρους που είχαν απελπιστεί. Το 1364 το μοναστήρι απλώθηκε και μεγάλωσε με την ενίσχυση του βασιλιά της Σερβίας Ιωάννου Ούγκλεση, που έστειλε τον επιστάτη Ευθύμιο με δώρα και πλούτη να βοηθήσει στο αποτελείωμά του. Στο «Τρίτο Τυπικό» του Όρους (1394) έρχεται τρίτο από τα 25 μοναστήρια του. Το 1580 και το 1626 κάηκε από φωτιά. Στο τέλος του 17ου αιώνα ήταν ιδιόρρυθμο μέχρι το 1801 που έγινε κοινόβιο. Ατυχώς το 1891 κάηκε ολότελα με το ναό και την βιβλιοθήκη. Οι μοναχοί με επικεφαλής τον ηγούμενο Νεόφυτο και με πολλούς κόπους, ξανάκτισαν το μοναστήρι και πρόσθεσαν και νέα πτέρυγα. Η μονή έχει πλην του καθολικού και οκτώ παρεκκλήσια μέσα και έξω από αυτήν. Μεταξύ των κειμηλίων είναι Τίμιο Ξύλο, άμφια, σταυροί, εγκόλπια, εικόνες, λείψανα αγίων κ.ά. Σήμερα είναι κοινόβιο.
Μεταξύ δύο χειμάρων και σε απόσταση 20 λεπτών από τη θάλασσα, μεταξύ Νέας Σκήτης και μονής Διονυσίου, βρίσκεται το κοινόβιο μοναστήρι του Αγίου Παύλου. Κτισμένο σε 140μ. υψόμετρο από τη θάλασσα, ιδρύθηκε σύμφωνα με την παράδοση τον 8ο αιώνα. Πραγματικές όμως μαρτυρίες για την ύπαρξή του υπάρχουν από τον 10ο αιώνα, όταν ηγούμενος του ήταν ο Παύλος ο Ξηροποταμηνός, που στάλθηκε σαν αντιπροσωπεία με τον Πρώτου του Όρους στον αυτοκράτορα Τσιμισκή για να καταγγείλουν τον Αθανάσιο τον Αθωνίτη για τους νεωτερισμούς που έφερε στο Όρος. Άλλη παράδοση λέει πως στο ίδιο μέρος που κτίστηκε το μοναστήρι υπήρχε παλιά άλλο, αφιερωμένο στα Εισόδια της Θεοτόκου, κτισμένο από τον Στέφανο τον ασκητή το 337. Πάντως το 1257 σε χρυσόβουλλο του Μιχαήλ Παλαιολόγου όχι μόνο το μοναστήρι αναφέρεται αλλά και τα όριά του. Στο «Τρίτο Τυπικό» του Όρους έρχεται δέκατο όγδοο, ενώ στον 14ο αιώνα καταστρ’αφηκε πιθανώς από τους Καταλανούς (1309), με αποτέλεσμα να γίνει κελλί και να πουληθεί από την κυρίαρχη μονή του Ξηροποτάμου το 1360 από τους Σέρβους μοναχούς Γεράσιμο και Αντώνιο. Ευεργέτες και ανακαινιστές της μονής φέρονται έκτοτε Σέρβοι και Βλαχομολδαυοί ηγεμόνες μεταξύ των οποίων ο Γεώργιος Βράγκοβιν, που έκτισε το παλιό καθολικό και η θυγατέρα του κυρά Μάρω, σύζυγος του Σουλτάνου Μουράτ του Β’ και η μητέρα του Πορθητού, που δώρισε στη μονή και μέρος από τα δώρα των μάγων. Το 1817 οι μοναχοί ξανάκτισαν το καταστραμμένο καθολικό τους και το μαρμαροτέχνησαν με τον φιλότεχνο Τηνιακό τεχνίτη Λυρίτη και με μάρμαρα από την Τήνο, την Πεντέλη και το Άγιο Όρος.
Η βιβλιοθήκη περιλαμβάνει 492 χειρόγραφα, 13.000 έντυπα και αρκετά χρυσόβουλλα, μολυβδόβουλλα, σιγγίλια, πατριαρχικά πιτάκια, κ.ά. Φυλάγει ακόμη αρκετές εκατοντάδες έγγραφα σλαβικά και τούρκικα και κυρίως αφιερωτήρια γράμματα κ.ά. Μεταξύ των πολλών κειμηλίων συγκαταλέγονται Τίμιο Ξύλο, μέρος από τα δώρα των Μάγων που πρόσφεραν στο Χριστό, εικόνες μεγάλης ιστορικής και καλλιτεχνικής αξίας, θαυμάσια από σμάλτο, χρυσό και άργυρο καλλύμματα ευαγγελίων, εγκόλπια, σταυροί, διάφορα αντικείμενα λατρείας, δίπτυχα, φορητή υαλογραφία που παριστάνει τη μικρά Δέηση του 13ου αιώνα και άλλα πολλά. Σήμερα αριθμεί 45 μοναχούς και 80 εξαρτηματικούς. Τέλος η μονή έχει 10 παρεκκλήσια μεταξύ των οποίων και του Αγίου Γεωργίου με τοιχογραφίς του 16ου αιώνα. Θεωρείται από τα πιο αυστηρά κοινόβια του Άθω.
Τόσο με βενζινόπλοιο από τη μονή Παντοκράτορος ή από τη μονή Ιβήρων, όσο και με αυτοκίνητο από τις Καρυές ή με τα πόδια μπορείς να μεταβείς στη μονή Σταυρονικήτα. Γύρω από το μοναστήρι υπάρχουν κήποι, όπως και σε όλα τα μοναστήρια του Όρους, με τεράστιες καρυδιές.
Η μονή ιδρύθηκε πιθανώς τον 10ο αιώνα. Τον 11ο αιώνα ο τεράστιος πύργος της χρησίμευσε σαν σκοπιά στους κατοίκους των Καρυών. Για την ίδρυσή της υπάρχουν πολλές παραδόσεις. Μία από αυτές αναφέρει πως εκεί υπήρχαν η μονή του Χαρίτωνος, ενώ μια άλλη λέει πως εκεί κοντά υπήρχαν τα κελλιά του Σταύρου και του Νικήτα, για αυτό πήρε το όνομα Σταυρονικήτα. Το 1533 πουλήθηκε σαν κελλί από τη μονή Φιλοθέου στον ηγούμενο Γρηγόριο αντί 4.000 άσπρων. Με φροντίδες του νέου αυτού ηγουμένου και λίγο αργότερα του Πατριάρχη Ιερεμία (1537-1545) ανοικοδομήθηκε πάλι η μονή στο όνομα του Αγίου Νικολάου και ανακηρύχτηκε σε σταυροπηγιακή. Το 1607 και 1879 πυρκαγιές είχαν καταστρέψει μέρος από τη μονή αλλά με φροντίδες των μοναχών της μονής ή άλλων μονών του Όρους ξανακτίστηκε. Τα υψηλά χρέη δεν άφηναν τους μοναχούς να κάνουν προεκτάσεις στις οικοδομές και να το συντηρούν κανονικά μέχρι και το 1960 περίπου, οπότε με φροντίδες των τότε μοναχών απαλλάχτηκε από τα πολλά χρέη. Το 1968 μετατράπηκε σε κοινόβιο.
Το Καθολικό έχει θαυμάσιες τοιχογραφίες του 1546 και τιμάται στο όνομα του Αγίου Νικολάου. Οι τοιχογραφίες έγιναν από το διακεκριμένο Κρήτα αγιογράφο Θεοφάνη και το γιο του Συμεών με την τεχνοτροπία της Κρητικής Σχολής.
Η βιβλιοθήκη περιέχει 58 χειρόγραφους κώδικες σε περγαμηνή (11ου-14ου αιώνα), 2 βομβύκιους, 109 πάνω σε χαρτί (14ου-19ου αιώνα), 3 ειλητάρια σε περγαμηνή και μερικές χιλιάδες έντυπα. Μεταξύ των σωζόμενων τοιχογραφιών της τράπεζας είναι και ο περίφημος Μυστικός Δείπνος.
Μεταξύ των κειμηλίων είναι θαυμάσιες φορητές εικόνες, σταυροί, εγκόλπια, λείψανα Αγίων, λειτουργικά αντικείμενα και μία ψηφιδωτή εικόνα του Αγίου Νικολάου του Στρειδά που ανήκει στον 14ο αιώνα. Σύμφωνα με την παράδοση την εικόνα αυτή βρήκαν ψαράδες στο βάθος της θάλασσας κοντά στη μονή και την παρέδωσαν στους μοναχούς. Έφερε ένα στρείδι στου μέτωπο του Αγίου και από τότε έλαβε το όνομα Άγιος Νικόλαος ο Στρειδάς.
Μεταξύ της μονής Δοχειαρίου και Αγίου Παντελεήμονος, βρίσκεται το μοναστήρι του Ξενοφώντος κτισμένο δίπλα στη θάλασσα σε μια ομαλή και καταπράσινη τοποθεσία. Είναι κοινόβιο και γιορτάζει τον Άγιο Γεώργιο στις 23 Απριλίου. Η παράδοση λέει πως το μοναστήρι κτίστηκε το 580 από τον Ξενοφώντα τον Συγκλητικό, αλλά σύμφωνα με έγγραφες μαρτυρίες το 10ο αιώνα από τον Όσιο Ξενοφώντα, γνωστό στον Αθανάσιο τον Αθωνίτη που είχε γιατρέψει τον αδελφό του οσίου στον Μυλοπόταμο που έπασχε από αγιάτρευτη αρρώστια.
Το παλιό Καθολικό έχει θαυμάσιες τοιχογραφίες του Αντωνίου, ζωγράφου της Κρητικής Σχολής (1544). Η Τράπεζα τοιχογραφήθηκε το 16ο αιώνα. Το νέο Καθολικό έχει μαρμάρινο Τέμπλο και είναι ευρύχωρο και μεγαλόπρεπο περισσότερο από τα καθολικά του Όρους. Εκεί βρίσκονται δύο ψηφιδωτές εικόνες του Αγίου Δημητρίου και του Αγίου Γεωργίου, όπως και μία μικρότερη της Μεταμορφώσεως, που ανήκουν στο 14ο αιώνα. Σήμερα έχει 11 παρεκκλήσια από τα οποία τα τρία είναι αγιογραφημένα. Το καμπαναριό βρίσκεται σε τετράγωνο πύργο που κτίστηκε το 1864, ενώ η φιάλη με το σκέπαστρο το 1908. Η βιβλιοθήκη περιέχει 300 χειρόγραφα και 3.500 έντυπα. Μεταξύ των κειμηλίων είναι Τίμιο Ξύλο, φορητές εικόνες, λειτουργικά αντικείμενα, λείψανα πολλών αγίων, ψηφιδωτές εικόνες κ.ά.
Μεταξύ Σιμωνόπετρας και μονής Διονυσίου και σε ύψος 20μ. από τη θάλασσα, βρίσκεται κτισμένη πάνω σε άγριο βράχο η μονή Γρηγορίου. Μεταξύ των μονών Διονυσίου και Γρηγορίου η θαλάσσια διαδρομή είναι πραγματική απόλαυση. Βραχώδεις και άγριες ακτές διαδέχονται τους ειδυλλιακούς αιγιαλούς, ενώ άγριοι κρημνοί με με ολισθηρές πλαγιές κάνουν την παρουσία τους. Η μονή διατηρείται ολόασπρη εσωτερικά όλες τις εποχές του χρόνου. Οι εξώστες του αρχονταρικιού προσφέρουν πραγματικό όνειρο για τους προσκυνητές.
Η μονή, όπως φανερώνεται από τον υπ.αρ.34 χειρόγραφο κώδικά της, ιδρύθηκε τις αρχές του 14ου αιώνα από τον όσιο Γρηγόριο τον Σιναΐτη. Στο «Τρίτο Τυπικό» η μονή έρχεται 22α μέσα στα άλλα μοναστήρια που ήταν 25. Το 1497 ερημώθηκε, και το 1500 ανακαινίστηκε από τον ηγεμόνα της Βλαχίας Στέφανο, πατέρα του Μπογδάν Βοεβόδα, με φροντίδες του ηγουμένου Σπυρίδωνα. Το 1761 ατυχώς κάηκε, αλλά ξανακτίστηκε από τον σκευοφύλακα Ιωακείμ τον Μακρυγέν, με εράνους που πήρε από βλάχους ηγεμόνες, από τον μητροπολίτη Ουγγαροβλαχίας Γρηγόριο και από Φαναριώτες. Στην Επανάσταση του 1821 οι Γρηγοριάτες βοήθησαν πολύ τον αγώνα προσφέροντας αντικείμενα μεγάλης αξίας. Μέχρι το 1840 το μοναστήρι ήταν Ιδιόρρυθμο. Από τότε και μέχρι σήμερα είναι κοινόβιοκαι θεωρείται από τα πιο αυστηρά κοινόβια του Άθω. Το Καθολικό του μοναστηριού έχει τοιχογραφίες του 1779. Η βιβλιοθήκη περιέχει 174 χειρόγραφα και 4.000 έντυπα. Σε αυτή φυλάγεται και το μοναδικό χειρόγραφο που περιέχει τον «Ποιμένα του Ερμά». Μέσα στη μονή υπάρχουν 12 παρεκκλήσια μεταξύ των οποίων και του Κοιμητηρίου που έχει άριστες τοιχογραφίες. Το Καθολικό τιμάται στον Άγιον Νικόλαο και έχει τοιχογραφίες του 18ου αιώνα. Μεταξύ των κειμηλίων και σταυροί, εγκόλπια, πολύτιμοι λίθοι, λείψανα πολλών αγίων, Ευαγγέλια, χρυσοκέντητοι επιτάφιοι του 15ου αιώνα, χρυσόβουλλα, κηρόβουλλα, φιρμάνια, πατριαρχικά σιγγίλια κ.ά.
Σε ήσυχο και γαληνεμένο ορμίσκο, όπου τα νερά της θάλασσας άλλοτε χαϊδεύουν απαλά τους αμίλητους τοίχους του μοναστηριού, κι άλλοτε τους κτυπούν αλύπητα, είναι κτισμένη η περίφημη και επιβλητική μονή του Εσφιγμένου. Λένε πως η ονομασία προήρθε από τη θέση που βρίσκεται, ότι δηλ. περισφίγγεται από δύο βουνά. Άλλοι πάλι λένε πως ο ιδρυτής της ήταν «σχοινίω σφικτώ εζωσμένος», για αυτό και η μονή πήρε την ονομασία Εσφιγμένου. Η παράδοση λέει πως το μοναστήρι του Εσφιγμένου που γιορτάζει την Ανάληψη του Κυρίου, κτίστηκε από το Θεοδόσιο το Μικρό και την αυτοκράτειρα αδελφή του Πουλχερία (408-450), που ήταν σύζυγος του Μαρκιανού. Λίγο αργότερα όμως – συνεχίζει η παράδοση- καταστράφηκε από ένα βράχο που ξεριζώθηκε από το βουνό κι έπεσε καταπάνω του. Τα ερείπια της παλιάς μονής σώζονται, λένε και τώρα, μισό χιλιόμετρο πιο πέρα. Η σημερινή μονή χτίστηκε στο τέλος του 10ου αιώνα ή τις αρχές του 11ου από μοναχούς της παλιάς μονής. Πάντως η πρώτη γραπτή μαρτυρία για τη μονή συναντάται σε εγκλητικό γράμμα του Παύλου του Ξηροποταμίτου το 1001.
Τον 14ο αιώνα εχρημάτισε για λίγο ακούμενος ο διαπρεπής ασκητής και μεγάλος θεολόγος Γρηγόριος Παλαμάς που έγινε αργότερα αρχιεπίσκοπος της Θεσσαλονίκης. Στο 16ο αιώνα πειρατές κατέστρεψαν δυο φορές το μοναστήρι, αλλά και στις δύο ξανακτίστηκε. Ο 17ος αιώνας ήταν εποχή παρακμής, αλλά με συνδρομές από τη Ρωσία στη βασιλεία Αλεξάνδρου Μιχαήλοβιτς, όπως και από άλλους Ορθόδοξους Χριστιανούς ανακαινίστηκε. Το 1705 ο Μελενικίου Γρηγόριος ήρθε και ασκήτεψε εδώ δίνοντας ζωή στο μοναστήρι. Μισόν αιώνα αργότερα με την έγκριση του Πατριάρχη Γερασίμου και της Συνάξεως, ορίστηκε ο Θεσσαλονίκης Δανιήλ Επίτροπος του μοναστηριού κάνοντάς το κοινόβιο. Στην Ελληνική Επανάσταση του 1821 έπαθε πολλές καταστροφές από τους Τούρκους. Το Καθολικό έχει τοιχογραφίες των ετών 1811 και 1818. Το 1850-1858 κτίστηκαν οι καινούριες σειρές των κελλιών τους. Εκτός από το Καθολικό υπάρχουν και 8 παρεκκλήσια. Στο μοναστήρι του Εσφιγμένου ασκήτεψε τον 11ο αιώνα ο περίφημος Αντώνιο Πετσέρσκη, ιδρυτής της γνωστής Λαύρας του Κιέβου. Όταν μάλιστα βρισκόταν στη μονή αντέγραψε τους ελληνικούς μοναχικούς θεσμούς τους οποίους και μετέφερε στη Ρωσσία για να γίνει έτσι ο θεμελιωτής του Ρωσικού μοναχισμού. Σήμερα τιμάται σαν άγιος.
Η βιβλιοθήκη που βρίσκεται πάνω από τη Λητή έχει 320 χειρόγραφους κώδικες από τους οποίους οι 75 είναι σε περγαμηνή. Μεταξύ αυτών είναι και ένας παλίμψηστος. Αρκετοί από τους κώδικες έχουν σπουδαίες μικρογραφίες. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε τον υπ. αρ. 33 κώδικα που έχει θαυμάσιες μικρογραφίες του 11ου αιώνα. Έχει ακόμα 2.500 έντυπα. Μεταξύ των κειμηλίων της μονής είναι ο σταυρός της Πουλχερίας, θαυμάσια ψηφιδωτή εικόνα του 13ου αιώνα, ιερά άμφια, φορητές εικόνες, λειτουργικά αντικείμενα, ράβδοι αρχιερέων, σταυροί, λείψανα πολλών αγίων, χρυσόβουλλα, μολυβδόβουλλα, έγγραφα μεγάλης αξίας, κεντητό κομμάτι από τη σκηνή –όπως λένε- του Ναπολέοντα στην Αίγυπτο και άλλα πολλά. Σήμερα θεωρείται από τα πιο αυστηρά κοινόβια του Άθω.
Λίγο πριν φτάσουμε με το βενζινόπλοιο στη Δάφνη ξεκινώντας από τη μονή Ξενοφώντος, δίπλα στη θάλασσα σε ένα καταπράσινο τοπίο, είναι κτισμένο το Ρώσικο μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονος. Είναι κοινόβιο και γιορτάζει στις 27 Ιουλίου. Από μακρυά δίνει την εντύπωση ότι πρόκειται για φρουριακό συγκρότημα με πολυποίκιλους τρούλους και πολλά παράθυρα.
Πηγαίνοντας προς τις Καρυές και σε απόσταση μιας ώρας δρόμο, πάνω σε ένα πλάτωμα, βρίσκεται το Παλιομονάστηρο, που είναι σήμερα εξάρτημα της μονής Αγίου Παντελεήμονος από το 1765. Σε αυτό ακριβώς το μέρος κτίστηκε, στην αρχή το μοναστήρι που ονομαζόταν μονή Θεσσαλονικέως και που αργότερα έπεσε σε παρακμή και ερήμωση με αποτέλεσμα να εγκαταλειφθεί από τους μοναχούς του. Για αυτό, τον 12ο αιώνα ο Πρώτος του Όρους μαζί με τη σύναξή του δώρισαν το εγκαταλειμμένο πια μοναστήρι στη μονή του Ξυλουργού, που σήμερα ονομάζεται Βογορόδιτσα και που το είχαν Ρώσοι μοναχοί. Οι μοναχοί του Ξυλουργού πήγαν στο εγκαταλειμμένο μοναστήρι, και η Ξυλουργού παρέμεινε σαν σκήτη (1168). Τον 13ο αιώνα κάηκε και μαζί με αυτή, όλα τα έγγραφα που φύλαγε, για αυτό ο Ανδρόνικος Παλαιολόγος (1282-1328), επιβεβαίωσε με χρυσόβουλλο του τις ιδιοκτησίες της μονής. Εκατό περίπου χρόνια μετά βρισκόταν συνεχώς κάτω από την προστασία Σέρβων βασιλέων. Από το 1314 συναντάμε τη μονή παντού σαν μονή Αγίου Παντελεήμονος των Ρώσων ή και απλώς μονή των Ρώσων. Οι Παλαιολόγοι πρώτα και οι Σέρβοι ηγεμόνες ύστερα, ευεργέτησαν σημαντικά το μοναστήρι με κειμήλια και μετόχια. Στο «Τρίτο Τυπικό» του Όρους η μονή έρχεται Πέμπτη στη σειρά των μοναστηριών. Ο ηγούμενος υπέγραφε ελληνικά που σημαίνει πως οι περισσότεροι Έλληνες. Μετά το 1497 είχε πολλούς Ρώσους μοναχούς. Το 1552 φαίνεται πως έκλεισε προσωρινά αλλά ξαναλειτούργησε λίγο αργότερα με λίγους μοναχούς. Πάντως ο 17ος αιώνας ήταν για τη μονή αιώνας παρακμής. Το 1725 η μονή είχε δύο Ρώσους και δύο Βουλγάρους μοναχούς. Στα μέσα του 18ου αιώνα τη μονή την είχαν οι Έλληνες. Λίγο αργότερα οι μοναχοί την εγκατέλειψαν οριστικά κι ήρθαν κοντά στη θάλασσα στο μέρος που ο Ιερισσού Χριστόφορος είχε κτίσει το 1667 το μικρό εκκλησάκι της Αναστάσεως του Χριστού. Εκεί ίδρυσαν τη νέα μονή με την επωνυμία Ρούσικο (1765).
Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Διονύσιος το έκαμε σταυροπήγιο. Οι οικοδομές της μονής πολύ γρήγορα πολλαπλασιάστηκαν με τη συνδρομή του ηγεμόνα Σκαρλάτου Καλλιμάχη και την προστασία του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε’. Το 1803 έγινε κοινόβιο από τον Καλλίνικο τον Ε’, ενώ το 1839 άρχισαν να έρχονται Ρώσοι μοναχοί, ώστε τα 1875 είχε 1.000 μοναχούς, το 1903 1.446 και λίγο αργότερα περί τους 2.000. Σήμερα έχει λίγους μοναχούς και οι ακολουθίες ψάλλονται Ελληνικά και Ρωσικά.
Το Καθολικό του μοναστηριού κτίστηκε από το 1812 μέχρι το 1820. Έχει 35 παρεκκλήσια μεταξύ των οποίων ο θαυμάσιος και περικαλλής ναός της Αγίας Σκέπης της Θεοτόκου και του Αλεξάνδρου Νιέφσκη (1852) στη βορειοδυτική πτέρυγα, και ο ναός του Αγίου Μητροφάνη δυτικά της βιβλιοθήκης. Η Τράπεζα κτίστηκε το 1890 και χωρεί 800 μέχρι 1.000 μοναχούς. Πάνω από την είσοδο της Τράπεζας υπάρχει το καμπαναριό (1893), με την μεγάλη καμπάνα που είναι δεύτερη στον κόσμο και την χτυπούν δύο μοναχοί. Έχει περιφέρεια 8,71μ., διάμετρο 2,71μ. και βάρος 13.000 χιλιόγραμμα. Υπάρχουν ακόμα εκεί άλλες 32 καμπάνες που τις κτυπούν άλλοι δύο μοναχοί ρυθμικά.
Στη βιβλιοθήκη φυλάγονται 1064 χειρόγραφοι κώδικες σε δέρμα και σε χαρτί και 25.000 Ελληνικά και Σλάβικα έντυπα. Στο σκευοφυλάκιο φυλάγονται Τίμιο Ξύλο, θαυμάσιες φορητές εικόνες, λείψανα πολλών αγίων, εξαίρετα χρυσοκέντητα άμφια, πολλά λειτουργικά σκεύη από χρυσό και άργυρο, εικόνες με πολύτιμους λίθους αξίας, σταυροί και άλλα πολλά.
Σε ύψος 200μ. από τη θάλασσα, σε μια γραφική, όμορφη και καταπράσινη τοπθεσία, χωμένη ολοκληρωτικά μέσα στο δάσος, βρίσκεται η μονή Κωνσταμονίτου που απέχει 45′ λεπτά από την παραλία. Κατά την παράδοση την ίδρυσε ο Μέγας Κωνσταντίνος και την τελείωσε ο γιος του Κώνστας. Άλλη παράδοση λέει πως η μονή κτίστηκε από κάποιο ασκητή που καταγόταν από τον Κασταμώνα της Παφλαγονίας. Πάντως ιστορικά φαίνεται να υπάρχει από τον 11ο αιώνα. Στις αρχές του 14 ου αιώνα πυρπολείται από τους Καταλανούς αλλά ξανακτίζεται μετά από λίγο. Το 1351 ο αυτοκράτορας Ιωάννης Α’ ο Παλαιολόγος με χρυσόβουλλο όρισε τα κτήματα του μοναστηριού. Το 1360 η πριγκήπισσα της Σερβίας Άννα η Φιλανθρωπινή και ο Γεώργιος Βράνκοβιτς έκαναν στη μονή μεγάλες δωρεές. Το 1393 στο «Τρίτο Τυπικό» του Όρους αναφέρεται σαν μονή Κωνσταντίνου. Αργότερα η μονή καταστράφηκε από πυρκαϊά αλλά ανακαινίστηκε (1433) από τον αρχιστράτηγο της Σερβίας Ράδιτς που έγινε μοναχός εκεί με το όνομα Ρωμανός. Κατά τα τέλη του 16ου αιώνα έπεσε σε παρακμή και το μοναστήρι έγινε κοινόβιο. Το 1820 με δωρεά της Κυρά Βασιλικής, της γυναίκας του Αλή Πασά, χτίστηκε ένα μέρος του μοναστηριού και το 1853 δύο μοναχοί από τη σκήτη του Ξενοφώντος ήρθαν και εμόνασαν εκεί ενισχύοντας οικονομικά την μονή. Το 1870 με εράνους που έγιναν στη Ρωσία ξανακτίστηκε το Καθολικό και μία πτέρυγα. Σήμερα ‘εχει μέσα στη μονή 5 παρεκκλήσια. Η βιβλιοθήκη ππυ βρίσκεται πάνω από το νάρθηκα έχει 110 χειρόγραφα μεταξύ των οποίων ένα παλίμψηστο κώδικα του 12ου αιώνα και δύο ιστορημένων τετραευαγγέλια του 11ου αιώνα. Μεταξύ των κειμηλίων είναι Τίμιο Ξύλο, σταυροί, λείψανα αγίων, φορητές εικόνες, κεντητά άμφια, κτητορικά χρυσόβουλλα, μολυβδόβουλλα, ιστορικά έγγραφα, αντικείμενα λατρείας κ.ά.
(*) Προσκυνητές που θα θελήσουν διανυκτέρευση στις μονές αυτές, θα πρέπει πρώτα να κάνουν κράτηση. Χωρίς κράτηση δε θα γίνουν δεκτοί.
Copyright © 2022, Αξιοποίηση Τουριστικών Ακινήτων Δήμου Αριστοτέλη Δημοτική ΑΕ – All rights reserved. Κατασκευή ιστοσελίδων: New Media Technologies